λουτρικός

λουτρικός
-ή, -ό (ΑΜ λουτρικός, -ή, -όν) [λουτρόν]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λουτρό («λουτρικές εγκαταστάσεις»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το λουτρικό
η πετσέτα με την οποία σκουπίζεται κάποιος μετά το λουτρό
νεοελλ.-μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λουτρικά
το σύνολο τών ειδών που χρειάζονται για το λουτρό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λουτρικά — λουτρικός of neut nom/voc/acc pl λουτρικά̱ , λουτρικός of fem nom/voc/acc dual λουτρικά̱ , λουτρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”